- κενώνω
- (Α κενῶ, -όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός]κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνωνεοελλ.-μσν.μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρωμσν.1. τρέχω, κυλώ2. εξαντλώ, καταδαπανώμσν.-αρχ.αφήνομαι κενός, μένω άδειοςαρχ.1. εγκαταλείπω κάποιο μέρος2. ιατρ. κάνω κάτι κενό με ελάττωση3. (και μτφ.) αφαιρώ, βγάζω4. απορρίπτω5. δαπανώ6. μαραίνω, συστέλλομαι, ζαρώνω7. μηδενίζω8. καθιστώ κάτι μάταιο9. (μέσ. και παθ.) κενοῡμαι, -όομαιαπαλλάσσομαι από κάτι1. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τα κενούμεναιατρ. οι κενώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.